- ἁγιάζεται
- ἁγιάζωpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… … Dictionary of Greek
ευχέλαιο — Χριστιανικό μυστήριο, στο οποίο ο ιερέας αλείφει με λάδι τους ασθενείς και επικαλείται τη θεία χάρη για τη θεραπεία των σωματικών ή ψυχικών ασθενειών τους. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, από τον 12o αι., δίνει το ε. μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι… … Dictionary of Greek
Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π … Dictionary of Greek